χαρίτερπνος

χαρίτερπνος
χαρίτερπνος [ῐ], η, ον,
A delightsome, Epic.Alex.Adesp.9 iii 5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαρίτερπνος — ον, Α ευχάριστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις + τερπνός] …   Dictionary of Greek

  • χαριτέρπνη — χαρίτερπνος delightsome fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”